- προσυνίστημι
- Α [συνίστημι]1. δίνω συστάσεις για κάποιον ή επαινώ κάποιον προηγουμένως2. προμνημονεύω, προαναφέρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
προσύστασις — άσεως, ἡ, Α [προσυνίστημι] προεισαγωγική έκθεση, παρουσίαση … Dictionary of Greek